Ο Αλέξιος Α’ υπήρξε αυτοκράτορας του Βυζαντίου, κατά την εποχή των Α’ Σταυροφοριών (1095 – 1099) . Ως πρώτος της δυναστείας των Κομνηνών, ...
Ο Αλέξιος Α’ είναι επίσης γνωστός ως ο Βυζαντινός αυτοκράτωρ ο οποίος ζήτησε την βοήθεια του Πάπα Ουρβανού ΙΙ, θρησκευτικού και πνευματικού ηγέτη της Καθολικής Εκκλησίας, εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων. Αυτός με τη σειρά του, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Α’ Σταυροφορία, η οποία τους επόμενους δύο αιώνες προκάλεσε σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ του Χριστιανικού και του Ισλαμικού κόσμου.
«Το αίμα των Χριστιανών ρέει εν μέσω ανείπωτων σκηνών σφαγής………Ως εκ τούτου στο όνομα του Θεού σας παρακαλώ να φέρετε στην Πόλη όλους τους πιστούς στρατιώτες του Χριστού» Επιστολή του Αλεξίου Α’ προς τον Ροβέρτο Β’ της Φλάνδρας εμπνευστή των Πρώτων σταυροφοριών
Αρχικά τα εδάφη του Βυζαντίου αποτελούσαν τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως το 284 η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Ανατολική και Δυτική για διοικητικούς σκοπούς. Το τμήμα που βρισκόταν στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα ονομαζόταν Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Λιγότερο από μισό αιώνα αργότερα, ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανατολικά στη Μικρά Ασία, στην πόλη του Βυζαντίου. Έτσι, η αυτοκρατορία σταδιακά άρχισε να αποκαλείται Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή απλώς Βυζάντιο, παρόλο που ο Κωνσταντίνος επέμενε να την αποκαλεί «Νέα Ρώμη».
Την εποχή του Αλεξίου οι πολίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους……………κατοίκους της Νέας Ρώμης, ενώ κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους η αυτοκρατορία συχνά αναφέρεται ως «Ρωμανία». Στην πραγματικότητα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία για μεγάλο χρονικό διάστημα διατήρησε πολλές από τις πτυχές της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και ο Χριστιανισμός διαδραμάτιζε σημαντικό δημόσιο ρόλο από τον 3ο και 4ο αιώνα, εντούτοις οι νομικές, πολιτικές και στρατιωτικές δομές παρέμειναν σχεδόν οι ίδιες όπως επί των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι χρησιμοποιείτο ο παλαιός αυτοκρατορικός Ρωμαϊκός τίτλος του «Αυγούστου» για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, κάτι το οποίο άλλαξε οριστικά όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (θητεία 610 – 41) καθόρισε ότι ο τίτλος θα ήταν «Βασιλεύς» και όρισε τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους αντί των έως τότε Λατινικών……………μια αλλαγή λογική, δεδομένου ότι η αυτοκρατορία εδραζόταν στην Ελλάδα και την Μικρά Ασία. Με τη σειρά τους οι πολίτες του Βυζαντίου αποκαλούσαν τους Ευρωπαίους εξαδέλφους «Λατίνους» για τους οποίους δεν έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση θεωρώντας τους τρόπον τινά βάρβαρους – απολίτιστους και ικανούς μόνο για πόλεμο.
Εντούτοις παρ’ όλες τις αλλαγές, οι Βυζαντινοί συνέχισαν να θεωρούν εαυτούς ως Ρωμαίους.
Πρώτα χρόνια
Ο Αλέξιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1048 και ήταν ο τρίτος γιος του Ιωάννη Κομνηνού και ανιψιός του αυτοκράτορα Ισαάκιου Α’, ο οποίος κυβέρνησε το 1057 – 1059. Προερχόμενος λοιπόν από μια ισχυρή οικογένεια είχε εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στις τέχνες του πολέμου και της πολιτικής, δεξιότητες οι οποίες ήσαν απαραίτητες για την επιβίωση στο Βυζάντιο, καθότι οι ίντριγκες και δολοπλοκίες ήσαν στην ημερήσια διάταξη.
Ούτε οι ίδιοι αυτοκράτορες ήταν ασφαλείς από την σκληρή μεταχείριση εκ μέρους των αντιζήλων τους. Όταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης έχασε τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 από τον Σελτζούκο Τούρκο Αλπ Αρσλάν, εκθέτοντας έτσι την αυτοκρατορία σε περαιτέρω επίθεση από τούς Τούρκους εισβολείς, κυνηγήθηκε από τους εχθρούς του στην Κωνσταντινούπολη, τυφλώθηκε και εξορίστηκε σε ένα μικρό νησί, όπου και τελικά πέθανε. Ο Αλέξιος εκείνη την εποχή ήταν δεκατριών ετών, αλλά είχε λάβει ένα πολύτιμο μάθημα………..«να προσέχει τα νώτα του».
Ο Αλέξιος ανατράφηκε κυρίως από τη μητέρα του, Άννα Δαλασσηνή, μια γυναίκα με ισχυρή συναίσθηση της αποστολής του γιου της, τον οποίον εκπαίδευσε σε θέματα πολιτικής, διπλωματίας και διεθνών σχέσεων. Στην τέχνη του πολέμου ο Αλέξιος σύντομα απέκτησε φήμη κάτι σημαντικό, για το Βυζάντιο το οποίο δεχόταν επιθέσεις από όλες τις πλευρές και στα νοτιοανατολικά απλωνόταν ο Ισλαμικός κόσμος της Μεσοποταμίας (σημερινό Ιράκ), η Συρία και η Αραβία.
Μετά τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ, οι Σελτζούκοι Τούρκοι αύξησαν την πίεση στην αυτοκρατορία και το 1081 είχαν φθάσει στη Νίκαια, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Στα δυτικά ήσαν οι Νορμανδοί, γενναίοι μαχητές από τη Γαλλική επαρχία της Νορμανδίας και απόγονοι των Βίκινγκς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει βασίλειο στην Σικελία, στο νότιο άκρο της Ιταλίας, όπου το Βυζάντιο είχε επίσης μέρος της αυτοκρατορίας του. Το 1071, την ίδια χρονιά που οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ, υπέστησαν επίσης μεγάλη ήττα από τους Νορμανδούς με αρχηγό τον Ροβέρτο Γουισκάρδο (1016 – 1085). Εκείνη την χρονιά οι Νορμανδοί κατέλαβαν την πόλη του Μπάρι, τερματίζοντας την Βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία. Ακόμη χειρότερο ήταν το γεγονός ότι ο Ροβέρτος και ο γιος του Βοημούνδος αποφάσισαν να εισβάλουν στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στα ήδη υπάρχοντα ήσαν οι Πετσενέγκοι, μια Τουρκική νομαδική φυλή που επιτίθετο επανειλημμένα στην Κωνσταντινούπολη από την ανατολική πλευρά. Το 1059 ο πατέρας του Αλέξιου αρνήθηκε να αναλάβει το θρόνο μετά την παραίτηση του Ισαάκιου Α’. Έτσι η σειρά διαδοχής διασπάστηκε και τον ρόλο του αυτοκράτορα ανέλαβαν τέσσερις ηγέτες, συμπεριλαμβανομένου του Ρωμανού Δ’ Διογένη. Η κόρη του Αλέξιου, Άννα Κομνηνή έγραψε μια πολύτομη βιογραφία του πατέρα της, την «Αλεξιάδα» ένα βιβλίο που ασχολείται περισσότερο με στρατιωτικά θέματα παρά με προσωπικές υποθέσεις. Σε αυτό αναφέρει ότι ο πατέρας της υπηρέτησε υπό τον Ρωμανό στη μάχη του Μαντζικέρτ, όπως επίσης και με τρεις επιπλέον αυτοκράτορες ως στρατιωτικός ηγέτης και στη συνέχεια ως στρατηγός, αποκτώντας φήμη για τις νίκες του. Συμμετείχε επίσης μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ισαάκιο στην καταστολή εξεγέρσεων κατά της αυτοκρατορίας σε περιοχές της Ελλάδα.
Η στέψη
Οι επιτυχίες του Αλεξίου προκάλεσαν τον φθόνο. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ’ και οι υπουργοί του, θεώρησαν ότι ο Αλέξιος είχε γίνει πολύ δημοφιλής και σχεδίαζαν την προσωπική και οικογενειακή εξόντωση, όταν ο Αλέξιος αντιδρώντας έγκαιρα και προλαβαίνοντας τις κινήσεις τους, καθαιρεί τον Νικηφόρο στέλνοντάς τον σε μοναστήρι. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιος αρνείται το στέμμα, ο Αλέξιος Α’ την 4 Απριλίου 1081 στέφεται αυτοκράτωρ και το πρώτο του μέλημα ήταν να ασχοληθεί με την εισβολή των Νορμανδών, οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει το νησί της Κέρκυρας, στην δυτική Ελλάδα.
Εξ’ αρχής ο Αλέξιος συνδύασε την στρατιωτική ισχύ με τη διπλωματία και την οικοδόμηση συμμαχιών για να νικήσει τους εχθρούς του. Ενώ πολεμούσε τους Νορμανδούς, ναυτικές δυνάμεις προερχόμενες από το ισχυρό κράτος της Βενετίας συνέδραμαν τις προσπάθειές του και τελικά κατάφερε να τους απωθήσει. Με τον θάνατο του Γουισκάρδου, δούκα της Απουλίας, το 1085, η απειλή των Νορμανδών είχε λήξει, τουλάχιστον προς το παρόν. Ως ανταμοιβή για τη βοήθειά τους, οι Βενετοί απέκτησαν σημαντικά δικαιώματα διαπραγμάτευσης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ομοίως, Αλέξιος έκανε συμφωνίες με τους Σελτζούκους και άλλους μουσουλμάνους ηγέτες των ανατολικών συνόρων του, χρησιμοποιώντας την διπλωματία εκεί όπου η δύναμη δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Όπως το 1091 όταν νίκησε τους Πετσενέγους, χρησιμοποιώντας μια αντίπαλη Τουρκική φυλή, τους Κουμάνους, κατορθώνοντας με αυτόν τον τρόπο να διασφαλίσει τα βορειοανατολικά σύνορά του.
Όμως αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούσαν κατ’ ουσίαν Πύρρειες νίκες, καθώς κάθε μία από τις διαπραγματεύσεις είχε βαρύ αντίτιμο για το Βυζάντιο, ιδιαίτερα οι συμφωνίες με τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίες προέβλεπαν την παραχώρηση εδαφών με αντάλλαγμα τις ειρηνικές σχέσεις. Παρά τις προσπάθειές του, περιπλανώμενες ομάδες Σελτζούκων συνέχισαν να καταλαμβάνουν και εποικούν διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας, καθιστάμενοι μια διαρκής απειλή για μελλοντική εισβολή στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η έκκληση προς τον Πάπα
Ενδεικτικό του πόσο απελπισμένος ήταν ο Αλέξιος – ή πόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση – αποτελεί το γεγονός ότι το 1093 έστειλε επιστολή σε έναν Ευρωπαίο ευγενή, τον Ροβέρτο της Φλάνδρας για να ζητήσει βοήθεια εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων. Η επιστολή αυτή επρόκειτο να κοινοποιηθεί στον Πάπα Ουρβανό ΙΙ, αλλά ο Αλέξιος δεν ανέμενε κάποια βοήθεια τουλάχιστον το επόμενο τρίμηνο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρούσε ότι ήταν νομική και ηθική κληρονόμος, όχι μόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Χριστιανικής θρησκείας. Σημειώνεται ότι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησίας ήταν αντίπαλος Ευρωπαϊκής Καθολικής Εκκλησίας. Για τους Βυζαντινούς ο Πάπας ήταν απλά επίσκοπος, ή θρησκευτικός ηγέτης της Ρώμης, ένας από τους πολλούς επισκόπους. Ο πραγματικός ηγέτης του Χριστιανισμού ήταν ο ηγέτης των πιστών στην Κωνσταντινούπολη………..ο Πατριάρχης. Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο τμημάτων του Χριστιανισμού ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το 1054, όταν η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη αφόρισε – εξαίρεσε έναν αγγελιοφόρο του Πάπα. Έκτοτε υπήρξαν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις επικοινωνίας μεταξύ των δύο Χριστιανικών φορέων.
Η επιστολή του Αλεξίου όμως τράβηξε την προσοχή του Ουρβανού. Στην επιστολή του ο Αλέξιος παραθέτει μια μακρά λίστα των φοβερών δεινών που οι Σελτζούκοι Τούρκοι υποτίθεται ότι είχαν διαπράξει, ορισμένα εκ των οποίων ήσαν πραγματικά, ενώ άλλα ψευδή ή υπερβολικά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το σύνολο της Μικράς Ασίας και το Βυζάντιο ήταν έτοιμο να πέσει στα χέρια των Τούρκων και οι θησαυροί της αυτοκρατορίας, τόσο υλικοί, όσο και πνευματικοί, θα περιέρχονταν στην κατοχή των Τούρκων. Στην επιστολή του προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, ο Αλέξιος παρέχει επίσης ένα επιπλέον κίνητρο για εκείνους που θα έσπευδαν σε βοήθεια: «Να θυμάστε ότι θα βρείτε όλους αυτούς τους θησαυρούς, αλλά και τις πιο όμορφες γυναίκες της Ανατολής». Η ασύγκριτη ομορφιά των Ελληνίδων φαίνεται ότι ήταν επαρκής λόγος για να προσελκύσει τις στρατιές των Φράγκων.
Στην ουσία όμως αυτό το οποίο επεδίωκε ο Αλέξιος, ήταν ένας μισθοφορικός στρατός προκειμένου να διατηρήσει την ειρήνη στην αυτοκρατορία του. Ποτέ δεν ζήτησε τις πολυπληθείς δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στις ακτές του το 1096, ως αποτέλεσμα του κηρύγματος του Πάπα υπέρ ενός ιερού πολέμου για την καταπολέμηση του Ισλάμ και την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Οι Σταυροφορίες όπως ονομάσθηκαν, προέκυψαν από τις εκκλήσεις του Ουρβανού, για εκπλήρωση θρησκευτικού καθήκοντος, περιπέτεια, επιθυμία κατάληψης νέων εδαφών, ή ανάγκη για τροφή και στέγη. Τα στρατεύματα που έφτασαν στο Βυζάντιο αποτελούνταν από στρατιώτες οι οποίοι απείχαν μακράν από αυτούς που ήλπιζε ο Αλέξιος, με αποτέλεσμα να είναι ανεξέλεγκτοι.
Τα πρώτα στρατεύματα που αφίχθησαν ήσαν απλοί άνθρωποι με επικεφαλής τον Πέτρο τον Ερημίτη, έναν ιερέα από την Αμιέν της Γαλλίας, ο οποίος ενέπνευσε χιλιάδες αγρότες, ή φτωχούς εργαζόμενους, να τον ακολουθήσουν στους Αγίους Τόπους. Μόλις έφθασε στη Μικρά Ασία, η ανεκπαίδευτη δύναμη γρήγορα σφαγιάστηκε από τους Τούρκους. Ένα δεύτερο κύμα Σταυροφόρων που έφτασε λίγο αργότερα υπό την ηγεσία του Γοδεφρείδου του Μπουιγιόν παρουσίασε ακόμη περισσότερες δυσκολίες στον Αλέξιο.
Ήταν σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν έρθει απλώς για να ανακαταλάβουν τα εδάφη στη Μικρά Ασία για τους Βυζαντινούς. Ο Αλέξιος τους είδε ως μισθοφόρους, υπό τις διαταγές του, αλλά ο Γοδεφρείδος και οι στρατιώτες του είχαν διαφορετικούς στόχους. Σκόπευαν να προχωρήσουν προς τους Αγίους Τόπους και την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ για την Καθολική Εκκλησία. Από την αρχή τα δύο στρατόπεδα δεν είχαν καλές σχέσεις, αλλά το 1097 κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη της Νίκαιας από τους Τούρκους. Οι Σταυροφόροι προχώρησαν νότια, επιτιθέμενοι στην Αντιόχεια, η οποία ήταν το κέντρο των Μουσουλμάνων στην Συρία. Ο Αλέξιος όμως τελικά απέτυχε να βοηθήσει τους Σταυροφόρους σε αυτήν την πολιορκία, γεγονός που κατέστρεψε τις σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Σταυροφόρων.
Από την πλευρά του ο αυτοκράτωρ είχε δίκιο όσον αφορά στην επιφυλακτικότητά του έναντι των Σταυροφόρων, καθότι προσπαθούσαν να καταλάβουν εδάφη της Συρίας, όπως η Αντιόχεια, που κάποτε ήσαν στην κατοχή του Βυζαντίου και αποτελούσαν δικαίως τμήμα της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, γρήγορα έγινε εμφανές ότι οι Σταυροφόροι ουδεμία πρόθεση είχαν να επιστρέψουν τέτοιου είδους «λάφυρα» σ’ αυτόν. Αντ’ αυτού, άρχισαν την δημιουργία Σταυροφορικών κρατών, ή ηγεμονιών, καθ’ οδόν προς τους Αγίους Τόπους. Οι Σταυροφόροι γνώριζαν μόνο τις αρχές πολέμου, χωρίς να σκέπτονται την διπλωματία, ή να στρέφουν τον έναν εχθρό εναντίον του άλλου. Στην πραγματικότητα, η πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 1099 και η ήττα των Μουσουλμάνων που ακολούθησε, παρολίγον να ενώσει τον Ισλαμικό κόσμο εναντίον τους. Το μόνο που επέτρεψε στον Αλέξιο και την αυτοκρατορία του να παραμείνει ακέραιη ήταν το γεγονός ότι το Ισλάμ διασπάστηκε πολιτικά.
Ο επίλογος
Όταν ο Βοημούνδος γιος του Γουισκάρδου, κατέλαβε την Αντιόχεια, ο Αλέξιος ήλθε ξαφνικά αντιμέτωπος με ένα ακόμη εχθρό στα σύνορά του. Μεταξύ 1104 και 1108 οι δύο αντίπαλοι πολέμησαν ο ένας τον άλλο αδυσώπητα έως ότου τελικά οι δυνάμεις του Αλεξίου νίκησαν εκείνες του Βοημούνδου, ο θάνατος του οποίου το 1111 άφησε ανοιχτό το ζήτημα κατοχής της Αντιόχειας.
Ο Αλέξιος εκστρατεύει κατά των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία ανακαταλαμβάνοντας τα περισσότερα εδάφη και το 1117 σημειώνει την τελευταία του νίκη, καθώς αργότερα προσβάλλεται από ποδάγρα η οποία τον αναγκάζει να είναι κλινήρης με αφόρητους πόνους. Εν τω μεταξύ στο παλάτι, συνωμοσία υποκινούμενη από την σύζυγό του Ειρήνη Δούκαινα και την κόρη του Άννα – με σκοπό να ενθρονίσει τον γαμπρό του, αντί του νόμιμου κληρονόμου, γιου του Ιωάννη – σκιάζει τις τελευταίες του ημέρες, καθώς αναλώνει τις δυνάμεις του για να μεταφέρει την εξουσία στον γιό του, παραδίδοντας κρυφά το δαχτυλίδι διαδοχής ευρισκόμενος κατάκοιτος στην μονή Μαγγάνων. Πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1118.
Ο Αλέξιος κατάφερε να διατηρήσει μια ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία με επιδέξια άσκηση διπλωματίας και της ικανότητάς του να σχηματίζει συμμαχίες με τους χειρότερους εχθρούς του. Έστρεψε αντίπαλες φυλές εναντίον αλλήλων και χρησιμοποίησε στρατιωτική ισχύ, όταν ήταν απαραίτητο. Δεν υπολόγισε σωστά όταν κάλεσε τα Λατινικά στρατεύματα στην αυτοκρατορία του κατά την έναρξη της Α’ Σταυροφορίας. Τα στρατεύματα τελικά μετατράπηκαν σε ένα ακόμη κέντρο εξουσίας που έπρεπε να ανταγωνισθεί, διότι αντικατέστησαν την Βυζαντινή Ανατολική Ορθόδοξη πίστη με την Καθολική Εκκλησία και δημιούργησαν βασίλεια Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους τα οποία συναγωνίζονταν και αμφισβήτησαν την εξουσία του.
Ο Αλέξιος διαχειρίσθηκε τα οικονομικά της αυτοκρατορίας με σύνεση και προώθησε τις τέχνες και τα γράμματα. Με την διασφάλιση των συνόρων του μέσω συνθηκών και πολέμων κράτησε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ζωντανή. Στην ιστορία έμεινε ως ο αυτοκράτωρ ο οποίος παρέλαβε ένα διαλυμένο κράτος και παρέδωσε μια κραταιά αυτοκρατορία.
«Ο νόμιμος κληρονόμος του αυτοκράτορα, ο Ιωάννης, έμεινε κλειδαραμπαρωμένος στο Ιερόν Παλάτιον με την σφραγίδα της εξουσίας, και η πρωτότοκη Άννα, η Καισάρισσα, ωρύονταν και η θεοσεβούμενη Ειρήνη Δούκαινα η Αυγούστα, καταριόταν και άπλυτος ο Αλέξιος ο Πρώτος ο Κομνηνός, παρατημένος δεκαπενταύγουστο στο ανάκτορο του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, σ΄ένα δωμάτιο στον πέμπτο όροφο, ούτε τον νεκροστόλισαν ούτε τον έψαλαν, όπως του άξιζε, μ΄ένα σκουφάκι μόνον κόκκινο στην κεφαλή.
Έξελθε, βασιλεύ, ο Βασιλεύς των βασιλέων, ο Άρχων του κόσμου σε καλεί, ο Άρχων των αρχόντων, μάταιε, σε αναμένει».
Ιωάννης Ζωναράς (Βυζαντινός χρονογράφος 12ος αι.)
COMMENTS