Πολλούς αιώνες πριν ακουστεί για πρώτη φορά η λέξη «τουρίστας» στην ανθρωπότητα, οι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν αγκαλιάσει την αξία του ταξιδιο...
Πολλούς αιώνες πριν ακουστεί για πρώτη φορά η λέξη «τουρίστας» στην ανθρωπότητα, οι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν αγκαλιάσει την αξία του ταξιδιού, από την στιγμή που ανακαλύφθηκε ο τροχός και το χρήμα. Από τα εμπορικά ταξίδια της Μεσοποταμίας ξεκινά μια παράδοση χιλιετηρίδων, που φυσικά δεν άφησε ασυγκίνητα τα ανήσυχα πνεύματα των προγόνων μας. Μπορεί να μην είχαν «θεσμοθετηθεί» οι καλοκαιρινές διακοπές, αλλά έβρισκαν πάντα αφορμές να εκδράμουν προς υπαίθρια θέατρα, θρησκευτικές τελετές, μαντεία και ιερατεία, φημισμένα ιατρικά κέντρα όπως το ασκληπιείο της Κω, θερινούς αγώνες και τελετές, με αποκορύφωμα φυσικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Από τότε ωστόσο τίθεται και ο ταξικός χαρακτήρας των ταξιδιών, αφού μόνο τα μέλη των υψηλότερων κοινωνικών τάξεων είχαν την δυνατότητα να ταξιδέψουν. Παρευρίσκονταν σε περίφημες γιορτές, όπως ήταν τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια στην Αθήνα – στα τελευταία μάλιστα είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν και τις μοναδικές θεατρικές παραστάσεις των μεγάλων τραγικών –, πήγαιναν σε ιερά-μαντεία, όπως αυτό του Απόλλωνος στους Δελφούς, για να ζητήσουν τη γνώμη της θεότητας προκειμένου να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημά τους. Υπήρχαν ακόμη ορισμένοι, οπωσδήποτε λίγοι σε αριθμό, που ταξίδευαν για να γνωρίσουν τον κόσμο και τα αξιοθέατά του.
Οι πισίνες των γυμναστηρίων δρόσιζαν τους άρρενες, αλλά τα κορίτσια και οι γυναίκες αποκλείονταν. Το πολύ να ανέβαιναν τη νύχτα, με την οικογένεια, στις ταράτσες των σπιτιών αναζητώντας λίγη δροσιά για να κοιμηθούν.
Αυτοί που πρώτοι καθιέρωσαν διακοπές για ξεκούραση ήταν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, λέει ο καθηγητής αρχαιολογίας Τιβέριος, ήταν οι Ρωμαίοι. Οι πλουσιότεροι μάλιστα από αυτούς διέθεταν περισσότερες από μια εξοχικές κατοικίες, έτσι ώστε οι διακοπές τους να μη καταντούν μονότονες από τη διαμονή στα ίδια μέρη. Οι εξοχικές αυτές επαύλεις εμφανίζονται από το δεύτερο προχριστιανικό αιώνα, όταν γίνεται πιο ευκρινής και η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του Ρωμαίου αριστοκράτη.»
Ως τόποι διακοπών προτιμούνταν και τότε παραθαλάσσιες θέσεις, όπως και καταπράσινες πλαγιές ορεινών περιοχών με υγιεινό κλίμα. Η αριστοκρατία π.χ. της Ρώμης έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στον κόλπο της Νεάπολης και στους καταπράσινους λόφους γύρω από τη Ρώμη. Στις παραθαλάσσιες επαύλεις κατέφευγε τους ανοιξιάτικους μήνες, ενώ στις ορεινές στους καλοκαιρινούς. Και αυτό όχι μόνο για να αποφεύγει τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού αλλά και το θόρυβο των κοινών θνητών που συνωστίζονταν στις παραλίες.
Πολλές από τις επαύλεις αυτές, που γρήγορα εξελίχθηκαν σε μέσα αυτοπροβολής και κοινωνικής αναγνώρισης, κατέπλησσαν με τον πλούτο τους, καθώς διέθεταν στοές, βιβλιοθήκες, πισίνες, κήπους με συντριβάνια, λουτρά» σημειώνει ο κ. Τιβέριος. «Η έπαυλη του γνωστού στρατηγού Λούκουλλου στη Νεάπολη είχε καταπληκτική θέα καθώς ήταν κτισμένη σε διάφορα επίπεδα, ενώ με μεγάλα τεχνητά ορύγματα μεταφερόταν θαλασσινό νερό απαραίτητο για τα ψάρια που ζούσαν σε τεχνικές λίμνες. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο Πομπήιος είπε στον Λούκουλλο ότι έχει μια έπαυλη καταπληκτική για το καλοκαίρι αλλά εντελώς ακατάλληλη για το χειμώνα.
Τότε εκείνος του απάντησε ότι δεν διαθέτει λιγότερο μυαλό από τους γερανούς και τους πελαργούς για να μην αλλάζει τόπο διαμονής ανάλογα με την εποχή. Περίφημη ήταν και η βίλα του Βήδιου Πολλίωνος, γιου ενός απελεύθερου, που ήταν κτισμένη πάνω σε λόφο ανάμεσα στη Νεάπολη και τους Ποτεόλους (το σημερινό Pozzuoli) και την οποία ο ιδιοκτήτης της την ονόμασε «παυσίλυπον». Από την Ελληνική αυτή λέξη ο λόφος ως τις μέρες μας ονομάζεται Posillipo! Πολλοί έκτιζαν τις επαύλεις τους δίπλα στη θάλασσα με τμήματά τους να εισχωρούν μέσα σ’ αυτήν ώστε να μπορούν να ψαρεύουν ακόμη και από τις κρεββατοκάμαρές τους! Οι πιο πολυτελείς διέθεταν και ιχθυοτροφεία στα οποία τρέφονταν σπάνια ψάρια, ιδίως σμύρνες, ένα λαχταριστό έδεσμα για τους Ρωμαίους καλοφαγάδες.
Οι Λατίνοι συγγραφείς, αναφέρουν ότι συχνά τις νύκτες μέλη της υψηλής κοινωνίας έκαναν εδώ βαρκάδες με τη συνοδεία γυναικών ελαφρών ηθών και κολυμπούσαν ολόγυμνοι, ενώ οι παραλίες αναστέναζαν από τα μεθύσια και τις ερωτοτροπίες τους, όπως και στην σημερινή εποχή. Κατά τη διάρκεια της ακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (1-2 μ. Χ), διακοπές δεν πήγαιναν μόνο οι αριστοκράτες αλλά και η μεσαία τάξη της Ρώμης ενώ η ίδια η Νεάπολη ήταν ο αγαπημένος παραθεριστικός τόπος των διανοούμενων και των εραστών της Ελληνικής παιδείας.
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως αναφέραμε, δεν υπήρχαν διακοπές, δηλαδή δεν έπαιρναν άδεια, έστω για λίγες ημέρες. Λίγοι ήταν αυτοί που είχαν την οικονομική δυνατότητα να έχουν δούλους.(για την εργασία στην αρχαία Ελλάδα θα αναφερθούμε στην δημοσίευση της επόμενης Δευτέρας). Οι περισσότεροι εργάζονταν επτά ημέρες την εβδομάδα. Όσοι ζούσαν στην πόλη ή μακριά από κάποια παραλία, δεν είχαν την δυνατότητα να πηγαίνουν στην θάλασσα για μπάνιο. Αφ΄ ενός διότι μεταφορικό μέσο δεν υπήρχε ενώ οι άμαξες ήταν είδος υπερπολυτελείας που το διέθεταν πολλοί λίγοι.
Αφ΄ετέρου δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση να πας από την Αθήνα π.χ. στην Κόρινθο, αφού επρόκειτο για διαφορετική πόλη-κράτος. Διέθεταν όμως πισίνες στα διάφορα γυμναστήρια και εκεί έσβηναν την δίψα τους για δροσιά. Γνωστή είναι η κυκλική πισίνα του γυμναστηρίου των Δελφών. Όσοι ζούσαν μέσα στην πόλη προτιμούσαν, τις ζεστές νύχτες, να ανεβαίνουν στην ταράτσα του σπιτιού τους για να απολαμβάνουν την νυχτερινή δροσιά και να κοιμούνται εκεί.
Την ημέρα έκαναν τον περίπατό τους στην σκιά των πλατανιών ή κοντά σε ποτάμια ή πήγαιναν μία βόλτα μέχρι την Ακαδημία που βρισκόταν κοντά στον Κηφισό. Χρησιμοποιούσαν την βεντάλια (ριπίς) για να κάνουν αέρα όταν ζεσταίνονταν και επίσης γνώριζαν την ομπρέλα (σκιάδιον) για τον ήλιο. Είχαν κρήνες με ψηλά τοποθετημένους τους κρουνούς για ένα ντους ενώ στα δημόσια λουτρά εκτός απο την χαρά του νερού επάνω τους, τους δινόταν η ευκαιρία να βρεθούν με άλλους και να κουβεντιάσουν για διάφορα θέματα.
Η φύση, ακόμα και στην Αττική, δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, ήταν παρθένα , με ανέγγιχτες θάλασσες, ποτάμια, λίμνες και δάση πανάρχαια κατοικημένα από θεότητες που τα προστάτευαν από παραβάτες. Το κράτος, επίσης, τιμωρούσε παραδειγματικά κάθε επίδοξο παραβάτη, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση. Σε αυτό το περιβάλλον, η καθημερινότητα περιοριζόταν, ακόμα και για τους πιο φτωχούς, σε αυτόν της επιβίωσης, ενώ το ίδιο περιβάλλον με την ομορφιά του και τον καθαρό αέρα «απορροφούσε» το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων με αποτέλεσμα οι διακοπές να μην είναι ζητούμενο του ανθρώπου που πνίγεται από τον αφύσικο κόσμο που τον περιβάλει.
COMMENTS